μείουρος

μείουρος
-η, -ο (ΑM μείουρος, -ον)
1. αυτός που έχει κοντή ουρά, κοντό άκρο, κολοβωμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο μείουρος
(μετρ.) εξάμετρος στίχος στον οποίο η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο τελευταίων ποδών είναι βραχεία αντί να είναι μακρά
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μείουρον
α) το άκρο
β) η κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειο-* + ουρά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μειουρίζω — (Α) [μείουρος] 1. (μτβ.) (σχετικά με εξάμετρο στίχο) καθιστώ μείουρο 2. (αμτβ.) είμαι μείουρος …   Dictionary of Greek

  • μύουρος — (I) η, ο (ΑΜ μύουρος και μείουρος, ον) αυτός που καταλήγει σε οξύ άκρο σαν την ουρά ποντικού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μύουρο ναυτ. οξύ άκρο σχοινιού με σχήμα οξέος κώνου, η καβίλια τού σχοινιού αρχ. 1. στενός, με στενό άνοιγμα 2. (για σφυγμό)… …   Dictionary of Greek

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

  • μειουρία — μειουρία, ἡ (Α) [μείουρος] (σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα τού μειουρίζω*, αλλ. μυουρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”