- μείουρος
- -η, -ο (ΑM μείουρος, -ον)1. αυτός που έχει κοντή ουρά, κοντό άκρο, κολοβωμένος2. το αρσ. ως ουσ. ο μείουρος(μετρ.) εξάμετρος στίχος στον οποίο η πρώτη συλλαβή ενός ή δύο τελευταίων ποδών είναι βραχεία αντί να είναι μακράμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μείουρονα) το άκροβ) η κορυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μειο-* + ουρά].
Dictionary of Greek. 2013.